- κωπήεις
- κωπήειςhiltedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωπήεις — κωπήεις, εσσα, εν (Α) [κώπη] αυτός που έχει λαβή («κωπήεντα φάσγανα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κωπῆεν — κωπήεις hilted masc voc sg κωπήεις hilted neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπήεντα — κωπήεις hilted neut nom/voc/acc pl κωπήεις hilted masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηέσσῃ — κωπήεις hilted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπήεντι — κωπήεις hilted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπήεντος — κωπήεις hilted masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… … Dictionary of Greek